ἀετὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀετὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀετὸς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀετὲ Τσακων. ἀεˬτὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀεˬτὲ Τσακων. ἀτιˬὸς Πελοπν. (Λακων.) ἀγιτὸς Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Πόντ. (Κερασ Σαράχ. Τραπ.) κ.ἀ. ἀγδὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. ἀτὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀχτιˬὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀχτὸς Α.Ρουμελ. (Σῳζόπ.) Πελοπν. (Λάκων.) ἀτὸς ᾽Αμοργ. ᾿Αστυπ. Κάλυμν. Κύπρ. Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Ρόδ. Σάμ. Σύμ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ἀτὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀεˬτόνας Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ.) ἀεˬτόντς Πόντ. (Χαλδ.) ἀεˬτντς Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ.) ἀεˬτέντς Πόντ. (Κρώμν. Σάντ. Χαλδ.) ᾿γιˬατὸς Κύπρ. (Ζώδ.) Θηλ. ἀετῖνα Δαρδαν. Σκίαθ. ἀτῖνα Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀετός. Ὁ τύπ. ἀεˬτόνας ἐκ τῆς αἰτιατ. ἀεˬτόνα, τὸ δὲ ἀεˬτόντς, ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀεˬτόνης, ὃ ἐκ τοῦ ἀεˬτόνας.
Σημασιολογία
1) Τὸ πτηνὸν ἀετός, τοῦ ὁποίου εἴδη εἶναι ἀετὸς ὁ γνήσιος (aquila chrysaëtus), ἀετὸς ὁ κοινὸς (aquilla fulva) καὶ ἀετὸς ὁ αὐτοκρατορικὸς (aquila imperialis) (πβ. Th. Heldreich Faune de Grèce 31) κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Κατεβῆκαν οἱ ἀετοὶ ᾿ς τὸ ψοφίμι κοιν. ᾿Αετὸν ἔρπαξεν τὴν κοσσάραν (ὄρνιθα) Κερασ. Τραπ. Τῆς μάννας ὁ νοῦς κιˬ ἀπὸ τοῦ ἀετοῦ τὸ μάτι ’κόβεν πεˬὸ μακρεˬὰ ᾽Εφταλιώτ. Μαζώχτρα 207. || Φρ. Ἔχει μάτι ἀεˬτοῦ (εἶναι λίαν ὀξυδερκής. Πβ. Ὁμ. Ρ 674-5: «πάντοσε παπταίνων ὥς τ’ αἰετός, ὃν ρά τε φασιν | ὀξύτατον δέρκεσθαι ὑπουρανίων πετεηνῶν») κοιν. Νὰ σὲ φάσιν οἱ ἀτοί! (ἀρὰ) Κύπρ. || Παροιμ. Ὁ ἀεˬτὸς μυῖγες δὲν πιˬάνει (ὅτι οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ περιφρονοῦν τὰ μικρὰ καὶ εὐτελῆ) Ζάκ. κ.ἀ. Σὲ χίλιες ὄρθες ἀεˬτὸς νικᾷ (ὅτι ὁ ἰσχυρότερος πάντοτε νικᾷ. ὄρθες=ὄρνιθες) Κρήτ. ’Σ τὴν πομπὴ τοῦ ἀεˬτοῦ χόρευε καὶ σὺ χελῶνα (ἐκ τῶν δυστυχιῶν τῶν μεγάλων ἐπωφελοῦνται οἱ μικροὶ) Πελοπν. Ἄλλά ὀμμάτ ἔ’ ὁ ἀεˬτὸς κιˬ ἄλλα ἡ κουκουβάγιˬα (διαφέρει ἄνθρωπος ἀνθρώπου) Πόντ. || Αἴνιγμ. ᾽Αχτιˬὸς νυχᾶτος, περιγραμμᾶτος, ’ς τὰ κάστρα πάει, μαντᾶτα φέρει (ἡ ἐπιστολὴ) Σαρεκκλ. || ᾌσμ. Νά ’μουν ἀγδός, νά ’χα φτερά, νά ’χα καὶ τὴν ὑγε͜ιά μου, μέσ᾿ ᾿ς τὸ καράβιν ποῦ σαι σὺ νά ’χτιζα τὴ φωλεˬά μου Μεγίστ. Ἀεˬτέ μου, πῶς κατήντησες, τὸ φίδι νὰ σὲ σούρνῃ; Πελοπν. (Σουδεν.) 2) Ὁ γὺψ (vulture fulvus) Κύπρ. Σύμ. 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἄσπρος ἀετός, ἁρπακτικὸν πτηνὸν τοῦ θέρους (circaëtus Gallicus) σπάνιον καὶ μονῆρες ΓΠαρλαπ. Μετανάστ. φυτῶν καὶ ζῴων 104. 4) Ὑπὸ τὸν τύπον ἀετὸς μὲ λευκὴν οὐρά, τὸ πτηνὸν ἁλιαετὸς (haliaëtus albicilla) Th. Heldreich ἔνθ’ ἀν. 5) Εἶδος ἰχθύος, τὸ μεγαλύτερον τῶν σελαχίων, ὁ τοῦ ’Αριστοτ. (Ζῴων ἰστορ. 5,5) ἀετὸς (myliobatis aquila) ᾿Αθῆν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθ. Κυκλ. Πειρ. Πελοπν. Συνών. ἀετόπουλλο 2. 6) Συσκευὴ ἐν τῷ κέντρῳ τῆς μεγάλης φιάλης τοῦ ἁγιασμοῦ φέρουσα πρὸς τὰ ἄνω παράστασιν τοῦ δικεφάλου ἀετοῦ, κάτωθεν δὲ αὐτοῦ δύο κεφαλὰς λεόντων μὲ ἀνοικτὰ στόματα, ἐξ ὧν ἐκρέει τὸ ὕδωρ ἐντὸς τῆς λεκάνης Ἄθ. 7) Χάρτινον ἄθυρμα τῶν παίδων ἀνυψούμενον εἰς τὸν ἀέρα κοιν. Συνών. πετάσι, πεταχτό, στεφανωτό. 8) Παιδιά, καθ’ ἣν εἷς τῶν παικτῶν ἀπομιμεῖται τὸν ἀετόν, οἱ δὲ λοιποὶ τὴν ὄρνιθα μὲ τοὺς νεοσσοὺς αὐτῆς ἀμυνόμενοι κατὰ τῶν ἐπιθέσεων τοῦ ἀετοῦ Βιθυν. Ἤπ. (Ἄρτ.) Κυκλ. Πελοπν. (Γορτυν. Κυνουρ.) 9) Εἶδος χοροῦ Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) Σίφν. 10) Τὸ ἀέτωμα οἰκίας, ἀρχ. ἀετὸς Εὔβ. Κεφαλλ. Νάξ. Σκῦρ. 11) Ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἀνθρώπου Ἰθάκ. Κεφαλλ.: Ὅπο͜ιος ἔχει δυˬὸ ἀετούς, παίρνει δυˬὸ γυναῖκες Κεφαλλ. Συνών. κορυφή. 12) Ἡ ψόα ἐσφαγμένου βοός, μόσχου, δαμάλεως Ζάκ. Κεφαλλ. 13) Τὸ στέρνον τοῦ σφαζομένου χοίρου ἀποχωριζόμενον τῶν περικειμένων μερῶν Μακεδ. (Χαλκιδ.) 14) Ὁ κεντρικὸς κλάδος ἐλαίας ὁ ἀμέσως συνεχόμενος μετὰ τοῦ κορμοῦ Πελοπν. (Λακων.) Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. καὶ τοπων. πολλαχ. καὶ θηλ. ᾿Αετοῦσα τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA