ἀετωνυχολα͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀετωνυχολα͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀετωνυχολα͜ιὰ ἡ, Κέρκ. ἀεˬτωνυχολα͜ιὰ Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀετωνύχι καὶ ἐλα͜ιά.
Σημασιολογία
Ἐλαία ἡ μακρόκαρπος, τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς καλεῖται ἀετωνύχι, ὃ ἰδ. (σημ. 3).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA