ἀετώνυχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀετώνυχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀετώνυχος ὁ, Χίος ἀτώνυχας Κρήτ. ἀχτώνυχας Κρήτ. ἀτώνυκον τό, Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀετώνυχον. Πβ. Ἡσύχ. «ἀετόνυχες. βοτάνη».

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν γναφάλιον τὸ ἄγριον (gnaphalium sylvaticum) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), τὸ ἀρχ. λεοντοπόδιον (Διοσκορ. 4.129), βότανον κατὰ τῆς τριχοπτώσεως Χίος. 2) ᾽Αετωνύχι 2, ὃ ἰδ., Κύπρ. 3) Ὁ καρπὸς ἐλαίας τῆς μακροκάρπου Κρήτ. Συνών. ἀετωνύχι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/