ἄζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄζα ἡ, Εὔβ (Κάρυστ. Κύμ κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων. Μάν. Οἰν.) Σκῦρ. κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄζα=θερμότης, ἀκαθαρσία, εὐρώς. ᾽Ιδ. καὶ μεσν. παρ᾽ Ἡσυχ. «ἄζα. ἄσβολος, κόνις, παλαιότης, κόπρος ἐν ἀγγείῳ ὑπομείνασα» καὶ Σχολ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 5,109 «ἐν τοῖς ἀγγείοις γὰρ ἐπειδάν τι καταλειφθῇ ξηρανθὲν ἐξάλλεται. ἢ τὸ καταλειφθὲν ἐν τοῖς ἀγγείοις ἄζα λέγεται». Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ, 1,386 καὶ 2,459.

Σημασιολογία

1) Αἰθάλη, ἄσβολος Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Σκῦρ.: Ὁ τζάκης μας εἶναι γεμᾶτος ἄζες Κάρυστ. Βάλε ἄζα ᾿ς τὸ σπυρί σου νὰ σταματήσῃ τὸ αἷμα (χρησιμοποιεῖται ὡς φάρμακον αἱμοστατικὸν) Κύμ.: Εἶναι σὰν ἄζα πικρὸ (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος τὴν γεῦσιν λίαν ἀλμυρὰν ἢ πικρὰν) αὐτόθ. Συνών. καπνιˬά. β) Ἡ ἅλμη, τὴν ὁποίαν ρίπτουν ἐντὸς τοῦ τυροῦ Εὔβ. (Κάρυστ.) 2) Ἔναυσμα παρασκευαζόμενον ἐξ ὑφάσματος δι᾿ ἡμιτελοῦς πυρακτώσεως ἢ ἐκ νάρθηκος ἡμισβέστου Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κύπρ.: Φρ. Εἶνι ἄζα ἢ ἔγινι ἄζα (μεταφ. ἐπὶ ὑφάσματος παλαιοῦ ἢ κακῆς ποιότητος, τὸ ὁποῖον φθείρεται εὐκόλως) Αἶν. 3) Λεπτοτάτη κόνις ἀνθράκων καὶ ἀχύρων, ἄχνη, κονιορτὸς Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Μάν. Οἰν.): Μ’ ἔπνιξεν ἡ ἄζα Λακων. Σηκώθηκε ἄζα αὐτόθ. β) ᾿Αχυρώδης καὶ λεπτὴ ὕλη ἐξερχομένη ἐκ τοῦ στελέχους τοῦ καρποῦ τοῦ ἀραβοσίτου Πελοπν. (Οἰν.) γ) Πληθ., τὰ ὑπολείμματα τοῦ γεννήματος ἐν τῷ ἁλωνίῳ, κόνδυλα, λιθάρια κττ. Πελοπν. (Μάν.) Πβ. ἀζαγιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/