ἀζαλικώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζαλικώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀζαλικώνομαι ἀμάρτ. ἀζαλικώνουμαι Πελοπν. (Λάκων).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀζάλικας.
Σημασιολογία
Ἔχω οἴδημα ὑπὸ τὰς μασχάλας ἢ εἰς τοὺς βουβῶνας: Τὸ παιδὶ ἀζαλικώθηκε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA