ἀζάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζάλιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀτζάλιστος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζαλιστὸς < ζαλίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ αἰσθανόμενος ζάλην ἔνθ’ ἀν.: Ἐπέρασα ὅλο τὸ ταξίδι ἀζάλιστος σύνηθ. Κεφάλι ἀτζάλιστον Σύμ. Συνών. ἄζαλος (Ι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA