ἄζαλον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄζαλον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄζαλον τό, Ρόδ. (Κάστελλ.)
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ παρ' Ἡσύχ. «ἀζαλές' πολύπνουν καὶ ὀλιγόπνουν».
Σημασιολογία
1) ᾽Εκπνοή. 2) ᾿Αναπνοή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA