ἀζαρόλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζαρόλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀζαρόλος ὁ, ἀμάρτ. ἀζάρουλους Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Λατιν. ὅρ. azarolus, ’Ιταλ. azzeruola,
Σημασιολογία
᾿Αζαρόλι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA