ἀζαρούδστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζαρούδστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζαρούδστος ἐπίθ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζαρουδστὸς < ζαρουδζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συστραφεὶς καὶ μεταβληθεὶς εἰς τολύπην, ἐπὶ ἐρίου ἢ λίνου κατειργασμένου διὰ τοῦ ξανίου ἔνθ᾽ ἀν.: Μαλλὶν ἀζαρούδστον Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA