ἀζάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζάρωτος ἐπίθ. Ζάκ. Κρήτ. Πόντ. (Τραπ.) ἀζάρουτους Ἤπ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ζαρωτὸς < ζαρώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀπηλλαγμένος πτυχῶν, ρυτίδων Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Κρήτ.: Εἶναι ἀζάρωτος ᾿ς τὸ πρόσωπό του ἀκόμα Ἤπ. 2) Ὁ μὴ καμφθείς, ὁ μὴ λυγισθεὶς Πόντ. (Τραπ.): ᾽Αζάρωτον τζουπὶν (καλτσοβελόνα). 3) Κανονικός, ἀναλλοίωτος, ἐπὶ γυναικὸς ἐγκύου, τῆς ὁποίας ἡ μήτρα μένει ἐν τῇ κανονικῇ αὑτῆς θέσει χωρὶς νὰ πάθῃ πάθησίν τινα, ἥτις ἐπιφέρει πολλάκις στείρωσιν Πόντ. (Τραπ): Ἡ νύφε ἀδὰ ᾿ς σὴν βαρσίαν ἀτ’ς ἀζάρωτος ἔν’ (ἡ νύφη εἰς ταύτην τὴν ἐγκυμοσύνην της οὐδεμίαν πάθησιν τῆς μήτρας ἔπαθε). Συνών. ἀζούλιστος 1γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/