ἀζᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀζᾶς ὁ, Ἤπ. Θρᾴκ. Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. Μεγίστ. Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aza.
Σημασιολογία
Μέλος οἱουδήποτε συμβουλίου, συλλόγου, δικαστηρίου κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ὁ μουχτάρης τ’ οἱ ἀζᾶδες ἐπῆαν νὰ ᾽ποκόψουν τὴν ζημιˬὰν Κύπρ. Ἦσαν μαζωμένοι ὅλοι οἱ ἀζᾶδες’ς τὸ μεντζιλίσι (μεντζιλίσι=συμβούλιον) Ἤπ. || ᾌσμ. ᾽Αζᾶς συντρίβγεσαι νὰ βγῇς τσ᾽ ἤαλες τσαὶ τὸ φέσι Κάρπ. Ποῦ εἶστε, Βουλουδιανοὶ, τῶν Σφακιˬανῶν ἀζᾶδες Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA