ἀζάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζάτης ἐπίθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀζάτ’ς Πόντ. ἀζάτος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Θηλ. ἀζ-ζάτα Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀζάτι. Πβ. Κορ Ἄτ. 5,7 κἑξ.
Σημασιολογία
1) ᾽Απειθής, ἄτακτος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) 2) Ὁ μὴ ἔχων ζῷον, ἐλεύθερος, ἄνευ βάρους τινος (κατ’ ἐπίδρασιν καὶ τοῦ ἀζάπης) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ.: Ἀρκᾶτος καὶ ἀζάτος (ἄνευ ζῴου, πεζὸς) Καλάβρυτ. Συνών. ἀρκᾶτος. 3) Ἄγαμος (κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀζάπης) Πόντ. β) Θηλ. ἀζ-ζάτα, παρθένος Καλαβρ. (Μπόβ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA