ἀζάτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζάτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζάτι ἐπίθ. ἀζάτιν Κύπρ. ἀζάτι Ἤπ. Κρήτ. Κῶς ἀζάτ’ Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκοπερσ. azat. Πβ. Κορ. Ἄτ. 5,7 κἑξ. καὶ τὸ παρ᾽ Ἡσυχ. «ἀζάτη. ἐλευθερία».

Σημασιολογία

Ἐλεύθερος, κοινοῦ γέν. καὶ ἀριθμ. συνήθως μετὰ τῶν ρ. ἀφίνω, ἀπολύω, γίνομαι κττ. κατὰ τὴν ἀντίστοιχον σύντ. τῆς Τουρκικῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶχεν ἕνα σκλάβο καὶ τὸν ἔκαμεν ἀζάτι (ἀπηλευθέρωσε) Κρήτ. Ἔγινε ἀζάτι (ἀπηλευθερώθη) αὐτόθ. ’Απόλυκαν τὰ βόδια ἀζάτι (ἀφῆκαν ἐλεύθερα πρὸς βοσκὴν) Ἤπ. Τ᾽ ἀπόλ’σαμαν ἀζάτι (ἐνν. τὰ ζῷα πρὸς βοσκὴν) αὐτόθ. Ρίχνουνταν οἱ στρατιῶτις ἀζάτι μέσ᾽ ’ς τὰ χουριˬὰ (ἐλεύθεροι, ἄνευ περιορισμοῦ) Μακεδ. Κάνω ἀζάτι τὴ γυναῖκα μου (τὴ χωρίζω, τὴν ἀφίνω) Κρήτ. || ᾌσμ. Μάννα, λευτέρωσέ τονε καὶ κάμε τον ἀζάτι αὐτόθ. Ὁ σκλάβος ξεσκλαβώνεται καὶ γίνεται ἀζάτι αὐτόθ. ᾿Ετσά ᾽στ᾽ ἐσεῖς τὰ ὄψιμα, ἂν κάμετε μιˬὰ ἀγάπη γιˬὰ ἕνα μῆνα καὶ γιˬὰ δυˬὸ τὴν κάνετε ἀζάτι (τὰ ὄψιμα=οἱ νέοι) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/