ἀζήλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζήλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζήλευτος ἐπίθ. Νάξ. (Γαλανάδ) Σκίαθ. -ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 101 ἀζήλιφτους Μακεδ. ἀζέλευτος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀζήλευτε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ζηλευτὸς < ζηλεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ζηλευόμενος, ὁ μὴ ἄξιος νὰ ζηλευθῇ Μακεδ. Νάξ. (Γαλανὰδ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σκίαθ. Τσακων. κ.ἀ. -ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Μῶρε, χάσον ἀτον, ἀζέλευτος ἔν᾿ (μωρέ, ἄφησέ τον, δὲν εἶναι διὰ νὰ τὸν ζηλεύσῃ κανεὶς) Τραπ. «Ὁ Πέτρος ἠξεύρει ὅτι ξυπόλυτος ὅπως ἦτο καὶ ἀπεριποίητος, ἀζήλευτος, δυσκόλως θὰ ἐτόλμα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰς οἰκίας καὶ δὲν θ’ ἀπήλαυε πολλὰ κεράσματα» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἄζηλος. 2) Ὁ μὴ ζηλεύων Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αζέλευτον κορίτσ’ Τραπ. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/