ἄζηλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄζηλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄζηλος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἄζουλος Πόντ. (Ὄφ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄζηλος.
Σημασιολογία
᾽Αζήλευτος, ὁ μὴ ζηλευόμενος: Φρ. Ἄζουλο, ἄζουλο ! (εὐχὴ λεγομένη εἰς παιδίον πρὸς ἀποτροπὴν τῆς βασκανίας, νὰ μὴ βασκαθῇ !) Συνών. ἀζήλευτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA