ἀζημίωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζημίωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζημίωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀζεμίωτος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.) ἀζηνίουτε Τσακων. ἀζήμιˬωτος σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀζημίωτος. Ὁ τύπ. ἀζήμιˬωτος καὶ παρὰ Σόμ.
Σημασιολογία
Παθ. ὁ μὴ ὑποστὰς ζημίαν, ὁ μὴ ζημιωθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄνθρωπος ἀζήμιˬωτος-κτῆμα ἀζήμιˬωτο. Βγῆκαν ἀζήμιˬωτοι (δὲν ὑπέστησαν κἀμμίαν ζημίαν) σύνηθ. ᾽Ασ᾿ ἀτὸ τὴ δουλείαν ὅλ᾿ ἐζεμίωσαν κ᾿ ἐγὼ ἐξέβα ἀζεμίωτος Χαλδ. Συνήθως κατ᾿ οὐδ. γέν. ἐν τῇ φρ. μὲ τὸ ἀζημίωτο=ἄνευ ζημίας: Μὲ τὸ ἀζημίωτό σου σύνηθ. Κάμε μου αὐτὸ καὶ μὲ τὸ ἀζημίωτο (θὰ σὲ ἀμείψω) Κυκλ. Θὰ ποίῃς ἕναν καλὸν μὲ τ᾿ ἀζημίωτον Κερασ. || Ποίημ. Καὶ τὴν πατρίδα ν᾽ ἀγαπᾷ μὲ τ᾿ ἀζημίωτόν του ΓΣουρ. Ρωμῃὸς ἀριθμ. 118. Ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ζημίαν Ἤπ. Κεφαλλ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ Χαλδ.): Ἄνθρωπος ἀζήμιˬωτος Κεφαλλ. Ἀζεμίωτον παιδὶν ἔν᾿ Κοτύωρ. Ἀζεμίωτον δουλείαν (ἐργασία) Σάντ. Πβ. ἀζήμιος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA