ἀζουδιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζουδιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀζουδιˬὰ ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄζουδος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Στάθῃ πρᾶξ. Γ στ. 397 (ἔκδ. ΚΣάθα 167) «πο͜ιὸς ἤδειαζε τὰ ροῦχά του κ᾽ ἐπέτα τὴν κασσέλλα | ’ς τοῦτο αὐτὴ τὴν ἀζουδιὰ ξάβνου κ’ ἐγὼ ἥρπαξά τη».

Σημασιολογία

Δυστυχία, κακομοιριά: Φρ. ἀδικιˬά κιˬ ἀζουδιˬὰ νὰ τοῦ ἔρθῃ ’ς τὴ gεφαλή ! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/