ἀζουπούδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζουπούδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀζουπούδιν τό, Κύπρ. ἀζουπούιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Πβ. ἀζῖνα.
Σημασιολογία
Μικρὸς πεπυρωμένος ἄνθραξ κεκρυμμένος ἐν στάκτη, ὁ ὁποῖος ἐρχόμενος εἰς συνάφειαν μὲ τὸν ἀέρα σβήνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA