ἀζύγιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζύγιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζύγιˬαστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ.) ἀζύγιˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀζύγιˬαστε Τσακων. ἀζύαστος Ἄνδρ. Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἄζυˬαστος Παξ. Σίφν. ἀζύγιˬαχτος Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.) ἀζύαχτος Πόντ. (Χαλδ.) ἀζύγιˬαγος Εὔβ. (Κονίστρ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Κόρινθ. Μάν. Τριφυλ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀζύαστους Θρᾴκ. (Κομοτ.) ἀζύˬγιαγους Ἤπ. Λῆμν. ἀζύαγος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζυγιˬαστὸς < ζυγιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ζυγισμένος ἔνθ’ ἀν.: Κρέας ἀζύγιˬαστο. Κάρβουνα ἀζύγιˬαστα σύνηθ. ᾿Εδῶκε μας ἀζύαστον τὸ βούτυρον Χαλδ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀζυγιˬᾶδος. 2) Μεταφ. ἐπὶ λόγου, ὁ μὴ καλῶς ζυγισθείς, ὁ μὴ σταθμηθεὶς ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 27: Τὰ δικά της (λόγια) ἀζύγιˬαστα τρελλοσκορπίζονται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/