ἀζύγιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζύγιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζύγιστος ἐπίθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζυγιστός < ζυγίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ζυγισμένος, ἀστάθμητος κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀζυγιˬᾶδος. 2) Μεταφ. ἀσυλλόγιστος, ἀστόχαστος Κορ. Ἄτ. 2,17. Πβ. ἀζύγιˬαστος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA