ἀζύγωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζύγωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζύγωτος ἐπίθ. Ἤπ. Κρήτ. κ.ἀ. -ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 136 ἀζύγουτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζυγωτὸς < ζυγώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ τεθεὶς ὑπὸ ζυγόν, ἐπὶ ἀροτριῶντων ζῴων Στερελλ (Αἰτωλ.): Τά ’χου ἀζύγουτα ἀκόμα τὰ βουίδιˬα Αἰτωλ. Συνών. ἀζόφιˬος. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ νὰ πλησιάσῃ τις, ἀπρόσιτος, Κρήτ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Πάντα σκεφτικὸς κιˬ ἀζύγωτος Κρήτ. Ἄγριο, ἀζύγωτο, μάνιζε καὶ βρουχε͜ιῶταν τὴν ἡμέρα ὁλημερὶς (ἐνν. τὸ ἄλογο) ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. 3) Ὁ μὴ ἐκδιωχθείς, ὁ μὴ καταδιωχθεὶς Κρήτ.: ’Ακόμη ἔχεις ἀζύγωτα τὰ ζὰ ἀποὺ τὸ σπαρμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/