ἀζυμάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζυμάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζυμάρωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀζουμάρωτος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζυμαρωτὸς < ζυμαρώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λερωθεὶς μὲ ζυμάρι: ᾿Αζουμάρωτα εἶναι τὰ έρ μ᾽ (τὰ χέρια μου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/