ἀηˬδονολαλοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀηˬδονολαλοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀηˬδονολαλοῦσα ἐπίθ. θηλ. Ἤπ. Θρᾴκ. Καππ. (’Ανακ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κυκλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ. Μάν. κ.ἀ.) -ΚΠαλαμ. ’Ασάλ. ζωὴ2 101 ἀηˬδουνουλαλοῦσα Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. ἀδονολαλοῦσα Κύπρ. Νίσυρ. ἀδολολαλοῦσα Θήρ. Κυκλ. ὀλολολαλοῦσα Ρόδ.
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ρ. ἀηˬδονολαλῶ μεταπεσοῦσα εἰς χρῆσιν ἐπιθετ. Πβ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ’Αθηνᾷ 37 (1925) 180 κἑξ. Ὁ τύπ. ἀδολολαλοῦσα κατὰ προληπτικὴν ἀφομ. πρὸς τὰ ἑπόμενα λ, ἢ κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἄδολος, ὁ δὲ τύπ. ὀλολολαλοῦσα πιθανῶς κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ὅλο λαλῶ διπλασιασθείσης τῆς συλλαβῆς λο.
Σημασιολογία
Ἡ ἔχουσα φωνὴν γλυκεῖαν ὡς ἡ τῆς ἀηδόνος ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. φρ. Νὰ τὴ χαρῶ τὴ γλῶσσα σου τὴν ἀδολολαλοῦσα (εἴρων. ἐπὶ φλυάρων καὶ ψευδομένων γυναικῶν) Κυκλ. || Ἄσμ. Ν’ ἀκῶ μιˬᾶς πέρδικας λαλιˬά, μιᾶς ἀηˬδονολαλούσας ἀγν. τόπ. Νὰ χαίρισι τὴ γλῶσσα σου τὴν ἀηˬδουνουλαλοῦσα, ὅπου τὴν πῆραν τὰ πουλλιˬὰ σκουπὸ κὶ τὴ λαλοῦσα Αἶν. Μακεδ. Σκουλήκιˬα τρῶν τὰ μάτιˬα του τὰ γαϊτανοφρυδᾶτα και φίδιˬα τὴ γλωσσίτσα του τὴν ἀηˬδονολαλοῦσα Κρήτ. –Ποίημ. ᾿Απάνω ᾿ς τὴν κιθάρα μου τὴν ἀηˬδονολαλοῦσα ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀηˬδονοφωνοῦσα. Πβ. ἀηˬδονᾶτος, ἀηˬδονόλαλος, ἀηˬδονόστομος, ἀηδονόφωνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA