ἀθάλασσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθάλασσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀθάλασσος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀθάλασσους Σάμ. Στερελλ. (᾽Ακαρναν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀθάλασσος=ὁ μακρὰν τῆς θαλάσσης, ὁ ἀμιγὴς θαλασσίου ὕδατος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων σχέσιν μὲ τὴν θάλασσαν, ὁ ἄπειρος τῆς θαλάσσης ἔνθ᾽ ἀν.: Αὐτὸς οὑ ἀθάλασσους πῆι ’ς τὰ ναυτικά! (ἐπὶ τοῦ ἀπείρου μὲν τῆς θαλάσσης, ἀλλὰ στρατευθέντος καὶ καταταχθέντος εἰς τὸ ναυτικὸν) Σάμ. Συνών. ἀθαλάσσωτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA