ἀθαλοκακομοίρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθαλοκακομοίρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀθαλοκακομοίρης ὁ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀθάλη καὶ τοῦ ἐπιθ. κακομοίρης.
Σημασιολογία
Ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν καὶ τὴν τέφραν διατρίβων, ὁ ἐν ἀθλιότητι, πενίᾳ καὶ ἀργίᾳ διάγων. Συνών. ἀθοκακομοίρης, ἀθοπούττης, σταχτοπιττούρης, σταχτοπούττης. Πβ. *ἀθητερός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA