ἀθάνατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθάνατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀθάνατος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀθάνατους βόρ. ἰδιώμ. ἀθάνατε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀθάνατος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀποθνῄσκων, αἰώνιος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Κἀνένας ἄνθρωπος δὲ στάθηκε ἀθάνατος ὥς σήμερα κοιν. Ἐθαρεῖ πῶς ἀθάνατος ἔν’ Τραπ. Χαλδ. Μὲ τὰ καλωσύνς τ᾿ ἐποίκεν ἐπέμ’νεν τ᾽ ὄνομαν ἀτ’ ἀθάνατον αὐτόθ. β) Ἄφθαρτος, στερεὸς κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ.): Πρᾶμα-ροῦχο ἀθάνατο κοιν. Γιˬαπὶν-ὁσπίτιν ἀθάνατον (γιˬαπὶν=οἰκοδομὴ) Κερασ. γ) Ὁ εἰς ὃν εὔχεταὶ τις μηδέποτε ν’ ἀποθάνῃ, μόνον ἐν κλητικῇ προσφωνήσει πολλαχ.: Γειά σου, ἀθάνατε. δ) Ὁ παρέχων ἀθανασίαν σύνηθ.: Τὸ ἀθάνατο νερὸ (λέγεται συνήθως ἐν παραδ.) ε) Μακαριστός, εὐδαίμων κοιν.: Περνῶ μιὰ ζωὴ ἀθάνατη! 2) Ἐξαίσιος, ἐξαίρετος, θαυμάσιος κοιν.: Κρασὶ ἀθάνατο! β) Ὡς οὐσ. κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. πρᾶγμα, ὅ,τι ἐξαίρετον ὑπάρχει, οἶνος, ἔδεσμα κττ. Κεφαλλ. Κύπρ.: ’Σ τοῦ δεῖνα τὸ σπίτιν βρίσκεις τὸ ἀθάνατον! Κύπρ. Συνών. φρ. τοῦ πουλλιˬοῦ τὸ γάλα (ἰδ. γάλα). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. σύνηθ. καὶ τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ ᾽Αθάνατου Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/