ἀθάνατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθάνατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀθάνατος ὁ, Ζάκ. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κυκλ. Νάξ. ἀθάνατη ἡ, Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σκῦρ. ἀθάνατον τό, Κύπρ. ἀθάνατο Μεγίστ. Νάξ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπιθ. ἀθάνατος μεταπεσὸν εἰς χρῆσιν οὐσ.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν ἀγαύη ἡ ’Αμερικανικὴ (agave Americanica) τῆς τάξεως τῶν ἀμαρυλλιδωδῶν (amaryllidaceae), χρήσιμον πρὸς φραγμούς, ἀνθεκτικὸν καὶ λιτόβιον, δημῶδες φάρμακον κατὰ τῆς ραχίτιδος. ᾿Εκ τῶν ἰνῶν της κατασκευάζονται τρίχαπτα καὶ σχοινία ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀλόη, ἀμάραντος, ἀπομονή, σκιλλοκάρα. 2) Τὸ φυτὸν σκίλλα ἡ παράλιος (scilla maritima) διατηρουμένη καὶ ἔξω τῆς γῆς ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ βολβοῦ της (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1929> 202) Κάρπ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. ἁγιβασιλίτσα, σκίλλα. 3) Τὸ φρύγανον στατικὴ ἡ κολπώδης (statice sinuata) τῆς τάξεως τῶν μολυβδαινωδῶν (plumbaginaceae) Κύπρ. Συνών. ἀγριοπρόβασο. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀθάνατοι καὶ ὡς τοπων. Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/