αἱματόβρεχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματόβρεχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἱματόβρεχτος ἐπίθ. ’ματόβρεχτος ΓΔροσίν. Ἀγροτ. Ἐπιστ. 157.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ ἐπιθ. βρεχτός
Σημασιολογία
Ὁ βρεγμένος μὲ αἷμα, αἱμόρραντος : ᾎσμ. Σὰν ἔνο͜ιωσ᾿ ὀ ζηλε͜ιάρις ὁ φονεˬὰς πῶς ἦταν πλεˬὰ ματόβρεχτο κουφάρι | ... ἔτρεξ’ εὐθὺς. . . Συνών. αἱματοβούτηχτος, αἱματοκυλισμένος (ἰδ. αἰματοκυλῶ), συναίματος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA