αἱματοκυλισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοκυλισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἱματοκυλισιˬὰ ἡ, Κρήτ. ’ματοκυλισὰ Α. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. αἱματοκυλῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Αἱματοχυσία ἔνθ᾽ ἀν. : Ἐγίνηκε αἱματοκυλισιˬὰ μεγάλη σήμερα Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αἱματοκύλισμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/