αἱματοποτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματοποτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αἱματοποτίζω ἀγν. τόπ. Μετοχ αἱματοποτισμένος ΑΒαλαωρ. 3,354 (Ἑστία 13,31).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ ρ. ποτίζω.
Σημασιολογία
Ποτίζω μὲ αἷμα: ᾌσμ. Ἔσφαξες τὴν καρδία μου κιˬ αἱματοπότισές την ἀγν. τόπ. Αὐτοῦ φυτρώνει τὸ δεντρὸ αἱματοποτισμένο (Ἑστία ἔνθ’ ἀν.) – Ποίημ. Καὶ τὸ δεξὶ τὸ χέρι του κρεμᾷ ᾽ς τὴν τραχηλεˬά του μὲ τὴ σφεντόνα πὄσταζεν αἱματοποτισμένη ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA