αἱματοπότιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοπότιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἱματοπότιστος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) - ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 84 αἱματοπότιχτος Πόντ. (Τραπ.) ’ματιπότιστος Πόντ. (Τραπ.) ’μαδιπότιστος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ ἐπιθ. *ποτιστός.

Σημασιολογία

1) Ὁ οἰονεὶ μὲ αἷμα ποτισθείς, φονεύς, κακοῦργος ἔνθ’ ἀν. 2) Αἱματηρός, σκληρὸς ΚΠαλαμ ἔνθ᾽ ἀν.: Φόρο αἱματοπότιστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/