αἱματορροῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματορροῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἱματορροῦσα ἡ, Ρόδ. ’ματερροῦσα Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. αἱματορροοῦσα.
Σημασιολογία
1) Γυνὴ πληθωρική, τῆς ὁποίας ἡ ἕμμηνος ροὴ είναι ἀφθονωτέρα Ἰων. (Κρήν.): Ἐλέρωσα πολλὰ παννιˬά, γιατὶ εἶμαι πολὺ ’ματερροῦσα. Συνών. αἱματσαριˬὰ (ἰδ. *αἱματάρις). 2) Ἡ ἄφθονος παρὰ φύσιν ἔμμηνος ροὴ Ἰων. (Κρήν.) Ρόδ.: ᾿Ματερροῦσες νὰ σὲ πάνε! (ἀρὰ) Κρήν. Πβ. αἱμορροῦσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA