αἱματοσκουριˬασμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοσκουριˬασμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἱματοσκουριˬασμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ματοσκωριˬασμένος Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ σκουριˬασμένος μετοχ. τοῦ ρ. σκουριˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ αἱματωμένος καὶ σκωριασμένος: ᾎσμ. Νὰ βγάλῃ τὸ κλειδάκι του τὸ ’ματοσκωριˬασμένο ν’ ἀνοίξῃ τὸ σεντούκι του τὸ ’ματοραχνιˬασμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/