αἱματοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἱματοῦσα ἐπίθ. θηλ. Πάρ. Ρόδ. γαιματοῦσα Κύπρ. ’ματοῦσα Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 180.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἔχουσα ἄφθονον τὴν ἔμμηνον ροήν, πληθωρικὴ Πάρ. Ρόδ. 2) Οὐσ., ἄφθονος ἔμμηνος ροή, μητρορραγία Ρόδ. 3) Αἱματῶδες στίγμα τοῦ προσώπου Μακεδ. (Κοζ.): Τί αἱματοῦσες εἶν᾽ αὐτές! 4) ᾿Εν τῇ φρ. Παναγία ἠ γαιματοῦσα ὡς ἐπίθετον τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία θεραπεύει τὰς πασχούσας ἐξ ἀταξίας τῆς ἐμμήνου ροῆς Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA