αἱματοφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἱματοφάγος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ματοφάος Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) αἱματοφάης Κέρκ (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. – ΙΠολυλ. Διηγ. 62.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ -φάγος, ὃ ἐκ τοῦ ἔφαγα ἀόρ. τοῦ ρ. τρώγω.

Σημασιολογία

1) Αἱμόδιψος, αἱμοβόρος, φονεὺς ἔνθ’ ἀν.: Ἔφερε ὁ πόνος γιˬὰ τόσους φτωχοὺς ὁποῦ ἐκεῖνος ἔγδυσε, ἦταν αἱματοφάης ΙΠολυλ. ἔνθ᾽ ἀν. Κάνει σὰ ματοφάικο σκυλλὶ Κεφαλλ. 2) Τραχύς σκληρὸς Κέρκ. Κεφαλλ.: Καὶ ἄκουσες τοὶς ὁρμήνε͜ιες τοῦ δεῖνα τοῦ αἱματοφάη καὶ μᾶς ἔδιˬωξες Κέρκ. Σοῦ εἶναι ἕνας ’ματοφάος! Κεφαλλ. 3) Τοκογλύφος Κέρκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/