αἱματόχρωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματόχρωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἱματόχρωμος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 144.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. αἷμα καὶ χρῶμα.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων χρῶμα αἵματος, κοκκινωπός: Ποίημ. Καὶ σταμάτησε ’ς τὴ χώρα | τοῦ ἀδερφοῦ μου τοῦ τρανοῦ ποῦ μαυρολογάει ’ς τὰ πλάγια | τοῦ αἱματόχρωμου βουνοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA