αἱματώδης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματώδης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἱματώδης ἐπίθ. λόγ. κοιν. ’ματώδης Πελοπν. (Γορτυν. Ἦλ.) γαιματώδης Βιθυν. ’ματώδιˬους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αἱματώδης

Σημασιολογία

1) Ὁ πλήρης αἵματος, ὁ πληθωρικὸς ἔνθ’ ἀν. : Αὐτὴ εἶναι αἱματώδης γυναῖκα, θὰ σπάσῃ ἀπὸ τὸ πολὺ αἷμα Γορτυν. Ἦταν ἕνα ’ματώδιˬου πιδὶ Αἰτωλ. Ματώδιˬα ᾿ναῖκα αὐτόθ. Ἀντίθ. ἀναιμικός. 2) Ὁ δι’ αἵματος γινόμενος Δσολωμ. 95: Ποίημ. Τρέχω καὶ κάνω ᾿ς τὸ δεξί της χέρι αἱματώδη σταυρὸ μ᾿ ἕνα μαχαίρι. 3) Εὐερέθιστος Πελοπν. (Ἦλ.): Αὐτὸς εἶναι ’ματώδης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/