αἱμορροῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱμορροῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἱμορροῦσα ἡ, ἀμάρτ. ’μουρροῦσα Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μακεδ. (Νάουσ.) Σάμ. ἀμουρροῦσα Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. αἱμορροοῦσα μετοχ. τοῦ ρ. αἱμορροῶ = πάσχω ρύσιν αἵματος. Πβ. Ματθ. Εὐαγγ. 9,20 «καὶ ἰδοὺ γυνὴ αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη».
Σημασιολογία
1) Ἀπόστημα κατὰ τὴν μήτραν φέρον αἱμόρροιαν, ἡ σαρκώδης μύλη Μακεδ. (Νάουσ.) Σάμ. : Αὐτὴ ἡ ’ναῖκα ἀdὶ πιδὶ ἕκαμι ’μουρροῦσα Σάμ. Ἀπόθανι ἀπὸ ’μουρροῦσις Νάουσ. Συνών. ἀρπάχτρα (ἰδ. ἁρπάχτης). 2) Κακοποιὸν φάντασμα, στοιχε͜ιό, τὸ ὁποῖον πιέζει τὰ νήπια κατὰ τοὺς ὕπνους Θεσσ. (Καρδίτς.) Πβ. αἱματορροῦσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA