αἶρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἶρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἶρα ἡ, Ἀπουλ. Ζάκ. Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κέρκ. Λέρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων. Λεῦκτρ.) Ρόδ. Σύμ. ἀαῖρα Ἤπ. Μέγαρ. εἷρα Ἄνδρ. Θρᾴκ. Κρήτ. Κύθηρ. Κῶς Λέρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βελβ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.) Ρόδ. Σέριφ. Σῦρ. Τῆν. Τσακων. Χίος κ.ἀ. ἀεῖρα Εὔβ. Λυκ. (Λιβύσς.) νιˬαῖρα Σκῦρ. νεῖρα Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) νείρη Θήρ. γεῖρα Ἀμοργ. Ἄνδρ. Θρᾴκ. Κίμωλ. Κύθν. Μακεδ. Πάρ. Πάτμ. Πελοπν. (Λάστ.) Σίφν. ἀαῖρας ὁ, Εὔβ. (Κονίστρ.) Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ. Σισάν.) ἀγαῖρας Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Μακεδ. (Καστορ.) ἆρας Κάρπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἶρα. Ὁ τύπ. εἶρα κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ψεῖρα, μεθ’ οὗ πολλάκις συνεκφέρεται. Περὶ τούτου καὶ περὶ τῶν τύπ. ἀαῖρας καὶ νιˬαῖρα ἰδ. ΒΦάβη Γλωσσ. Ἐπισκ. 22.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν αἶρα ἡ μεθυστικὴ (lolium temulentum) τοῦ γένους τῆς αἴρας (lolium) τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae), σύνηθες ζιζάνιον τῶν σιτοφόρων ἀγρῶν ἔνθ’ ἀν. β) Ὁ καρπὸς τῆς αἴρας μὴ ἐδώδιμος ὡς μεθυστικὸς καὶ δηλητηριώδης ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Βγάζω τὴν αἶρα ἀπὸ τὸ σ᾿τάρι (ἐπὶ τῆς διαλογῆς ἐν γένει τῶν κακῶν ἀπὸ τῶν καλῶν ἢ ἐπὶ τοῦ χωρισμοῦ τῶν ἀπροσαρμόστων) κοιν. || ᾌσμ. Πάψανε ᾽κεῖνα ποῦ ’ξερες, πάγ’ ἡ χαρὰ ἡ μεγάλη, ἐχώρισ’ ἡ ἀγάπη μας σὰν αἶρ’ ἀπὸ τὸ σ᾽τάρι Ἤπ. Τοὺ κιφαλάκι μου πουνεῖ σὰν νά ’φαγα τὴν εἶρα, μὰ ᾿γὼ εἶρα δὲν ἔφαγα, μόν᾿ ἀγαπῶ τὴ χήρα Θρᾴκ. Συνών. κουντούρα. Πβ. ἀγριοαῖρα. 2) Τὸ φυτὸν ἀγριάδα, ὃ ἰδ., Θχελδράιχ. 102. 3) Γενικῶς τὸ κτηνοτροφικὸν ξηρὸν χόρτον ΠΓεννάδ. 25. Συνών. βοσκή, σανός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/