ἀιράνιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀιράνιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀιράνιν τό, Κύπρ. ἀιράνι Κρήτ. Μεγίστ. ἀριˬάνι Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. ayran.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὑδατῶδες καὶ ὄξινον μέρος τοῦ γάλακτος τὸ ὑπολειπόμενον μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ βουτύρου, ὀρὸς Κύπρ.: Πίν-νω ἀιράνιν. 2) Τὸ διὰ τοῦ ὕδατος ἠραιωμένον ὀξύγαλα, ἤτοι τὸ γιˬαούρτι Κρήτ. Μεγίστ. Πελοπν. (Βούρβουρ.): Φρ. Τὸν πάει ἀριˬάνι (μεταφ. ἐπὶ τῶν διαρροϊκῶν ἀποχωρημάτων) Βούρβουρ. 3) Συνεκδ. ἡ ἠραιωμένη ἄσβεστος, γαλάκτωμα ἀσβέστου πρὸς ἐπίχρισιν Μεγίστ. 4) Μεταφ. ἐπὶ παντὸς λεπτοῦ πράγματος καὶ μάλιστα ἐπὶ ὑφάσματος Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/