αἵρεσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἵρεσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἵρεσι ἡ, Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Ζάκ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Ἰθάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κόρινθ. Λακων. Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ. (Σάντ.) Σύμ. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. αἵρισ᾿ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. αἵρεσις = δόγμα, ἀρχή, τὴν ὁποίαν ἐκ παραδόσεως ἣ συνηθείας τηρεῖ τις καὶ ἐφαρμόζει. πβ. Ἀθήν. 190f, 544a.
Σημασιολογία
1) Ἰδιότροπος, ἔκτροπος συνήθεια, κακὴ ἕξις, καθόλου, κακία, ἐλάττωμα, ἰδιοτροπία καὶ εὶδικώτερον πεῖσμα ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει αἵρεσες ποῦ δὲν τοῦ τσοὶ κόβγει νάκα ὁ Θεὸς (νάκα = οὐδὲ) Κέρκ. Αὐτὸς ἔναι μὲ τοὶς αἵρεσές του Λακων. Οὕλου αἵρισ’ εἶνι σήμιρα Αἰτωλ. Τὸ παιδὶ ἔχει πολλὲς αἵρεσες Κεφαλλ. Τὸ ’φαγε ἡ αἵρεσι τὸ παιδὶ (κατέστη καχεκτικὸν ἕνεκα τῶν ἰδιοτροπιῶν του) Κύμ. Τὸ δέρνει ἡ αἵρεσι αὐτόθ. Ἔχει τὴν αἵρεσι νὰ βυζαίνῃ τὀ δάχτυλό του Κεφαλλ || Φρ. Ἔχ᾿ αἵρισ’ ἀγπάν’ τ᾽ (εἶναι κακότροπος) Ἤπ. Πῆρι αἵρισ’ ἀπ’ τὴ δ᾽λε͜ιὰ αὐτείν’ (τὴν βαρέθηκε) αὐτόθ. || Γνωμ. Τὸ ζῷ ᾿ς τὸ κάρρο κ’ ἡ γυναῖκα ᾽ς τὸν ἄντρα βγάνουν τσοὶ αἵρεσές τους Ζάκ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. 767 κἑξ. (ἔκδ. JSchmitt) «’ς τὴν ἐκκλησιά τους ἐὰν συμβῇ Φράγκος νὰ λειτουργήσῃ, | σαράντα μέρες λείπεται ἄψαλτη ἡ ἐκκλησιά τους. | ἀκούσατε τὲς αἵρεσες, τὲς ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι». 2) Ἐναντίωσις, σκάνδαλον, ἀφορμὴ περιπλοκῆς Σύμ.: Αἵρεσιν ἔφερε πάλε ᾽ς τὰ πράματα. 3) Σκοπός, πρόθεσις Μύκ.: Ἔχω κακὴ αἵρεσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA