αἱρεσιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱρεσιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἱρεσιˬάρις ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Φεν.) ᾽ρεσάρις Εὔβ. (Κονίστρ.) ᾽ρισιˬάρις Θεσσ. ᾽ρισιˬάρ᾿ς Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αἵρεσι.
Σημασιολογία
1) Κακότροπος, ἰσχυρογνώμων, ἐριστικὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ρισιˬάρ᾿δις ἀνθρώπ’ εἶν᾽ οὕ’ ἰδῶ πέρα Αἰτωλ. Πῆρι νιˬὰ ’ρισιˬάρα ’ναῖκα αὐτόθ. Ξέρ’ς τι’ ’ρισιˬάρ’κου πιδὶ εἶνι! αὐτόθ. ᾿Ρεσάρις ἄνθρωπος, ’ρεσάρικο παιδὶ Κονίστρ. Εἶνι ’ρισάρ’ς ἄνθρουπους κιˬ ἁρπάζιτι ᾽ς τοὺ φ’τίλ’ Χουλιαρ. 2) Ἐπὶ ζῴου, δύσκολος, κακότροπος Εὔβ. (Κονίστρ.): ’Ρεσάρικο ζῷ. Πβ. αἱρετικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA