αἰτία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰτία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἰτία ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) αἰθία Χίος (Πυργ.) αἰτίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) αἰτιˬὰ Πελοπν. (Λακων.) ἰτία Ἤπ. Μακεδ. ἰτίιˬα Λῆμν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἰτία.

Σημασιολογία

1) Τὸ κινοῦν αἴτιον, ἡ ἀφορμή, ὁ λόγος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Κλαίει χωρὶς αἰτία. Εἶχαν αἰτία νὰ χτυπηθοῦν. Δῶσ’ του αἰτία νὰ μιλήσῃ. ᾿Εγώ ’μουνα ἢ στάθηκα ἡ αἰτία νὰ πάρῃ αὐτὴ τὴ θέσι. Σὺ εἶσαι ἡ αἰτία ποῦ ἔγιναν ὅλα αὐτά. Γυρεύει αἰτία νὰ μαλώσῃ Σὰν τί αἰτία τοῦ βρῆκε ποῦ τὸν μάλωσε; κοιν. Ντό ἐτον αἰτία τ᾿ ἐρροῦξεν ᾽ς σὸ κρεββάτ’ (ἐρροῦξεν = ἕπεσε) Τραπ. Χαλδ. Ἐθέλεσεν νὰ εὑρήκ’ τιδέν αἰτίαν (τιδὲν = κἄποιαν) Χαλδ. Ἤντν ἔπαθες μὲ τὸ κιφάλι σ᾿ ἔπαθες ἀτο, ᾿ς ἐμέν αἰτίαν μ᾿ εὑρήκ’ς (ὅ,τι ἔπαθες μὲ τὸ κεφάλι σου τὸ ἕπαθες, εἰς ἐμὲ νὰ μὴ εὑρίσκῃς αἰτίαν) Κερασ. Χαλδ. Συνήθως μετὰ τῆς προθ. ἐκ κατὰ γενικ. καὶ αἰτιατ. ἢ καὶ μετὰ προτάσεως: ᾿Εξ αἰτίας τοῦ μυˬαλοῦ του τὰ παθαίνει. ’Εξ αἰτίας σας κακοπαθαίνω σύνηθ. Πόσο ἠπάχυνες ἐξ αἰτίας τὰ πουλλιˬὰ ποῦ σοῦ φέρνω! Θήρ. ᾿Εξ αἰτίας τῶ ματιˬῶ δὲ μπορῶ νὰ τσοὶ φάω τσοὶ ρέγκες Νάξ. ᾿Εξ αἰτίας ποῦ ἔφαγα πολὺ δὲ μπόρεσα νὰ κοιμηθῶ Ἀθῆν. || Γνωμ. Τὴν αἰτίαν ποῦ ᾽κὶ ξέρ’, | τὸν χορὸν ἀλλέως παίρ’ (ὅποιος δὲν γινώσκει τὴν αἰτίαν, ἄλλως ἐκλαμβάνει τὸν χορόν, ἤτοι κακῶς ἐκλαμβάνει τὰ πράγματα) Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. Ἀπὸ καιρὸ γυρεύαμε αἰτία νὰ τοῦ βροῦμε. Κρήτ. Πβ. ἀρχ. Θουκ. 1,55,2 «αἰτία δὲ αὕτη πρώτη ἐγένετο τοῦ πολέμου» καὶ Πλάτ. Πολιτ. 464Β «τοῦ μεγίστου ἄρα ἁγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡμῖν πέφανται ἡ κοινωνία». 2) Αἰτία νοσηρᾶς καταστάσεως, προδιάθεσις εἰς νόσον Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Πάτρ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος κ.ἀ.: Ἔφερεν αἰτίαν ἀπάν’ ἀτου Οἰν. Ἀπὸ γενεθῆς εἶεν τὴν αἰτίαν ἢ ἔτον μὲ τὴν αἰτίαν Κερασ. Τραπ. Χαλδ. Ἔχει τὴν αἰτία του, εἶναι ψεγαδιˬασμένος Χίος. Συνών. ἀφορμή. β) Πάθος, νόσημα, ἰδίᾳ χρόνιον ἢ λανθάνον Ἤπ. Πελοπν. (Λάκων κ.ἀ.) Πόντ (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Ταλδ.): Πές μου, γιˬατρέ, κιˬ ὁδήγα μου τ’ ἕναι ἠ αἰτία μου; Λακων. ᾽Ασ᾿ σὰ πολλὰ τὰ ντρτ ἐχτέθεν τὴν αἰτίαν (ἀπὸ τὰ πολλὰ ντέρτια, ἤτοι βάσανα, ἀπέκτησε κτλ.) Χαλδ. Ἐγένουμουν μὲ τὴν αἰτίαν αὐτόθ. Ἐξέγκεν τὴν αἰτίαν ἀποπάν’ ἀτ’ (ἐθεραπεύθη. ἐξέγκεν=ἐξέβαλε) αὐτόθ. ᾿Εξώδεψα πολλὰ ᾽ς σοὶ γιˬατροὺς καὶ ᾿κ᾿ ἐπόρεσα νὰ χάνω ἀποπάν᾿-ι-μ᾽ τὴν αἰτίαν Κερασ. Τραπ. Χαλδ. || Γνωμ. Ὁπὄχει αἰτιˬὰ καὶ κρύβεται μὲ τὴν αἰτιˬά πηγαίνει Λακων. Πβ. αἰτιˬάρις. 3) Αἰτίασις, κατηγορία σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Μὶ ρίχ’ ἰτία Μακεδ. ’Σ ἐμέν αἰτίαν μ’ εὑρήκ’ς (μή με αἰτιᾶσαι) Κερας. Χαλδ. Ντό αἰτίαν νὰ εὑρήκω ᾿ς ἐσέν, ἐσὺ τιδὲν κακὸν ᾿κ᾿ ἐποίκες με! (τί αἰτίαν νὰ εὕρω εἰς ἐσέ, σὺ δὲν μοῦ ἔκανες κἀνένα κακὸν) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ 1,66 «τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις αἰτίαι αὗται προσεγεγένηντο ἐς ἀλλήλους» καὶ 1,146 «αἰτίαι αὗται καὶ διαφοραὶ ἐγένοντο ἀμφοτέροις».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/