ἀίτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀίτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Αντωνυμία

Τυπολογία

ἀίτικος ἀντων. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) ἀγίτικος Πόντ. (Κερασ.) ἀίτ’κος Πόντ. (Σούρμ. Τραπ.) ἀέκος Πόντ. (Οἱν.) ἀίκος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀούτικος παρὰ τοῦ ἀοῦτος (ἰδ. οὖτος) ἀντικατασταθέντος ὁλοκλήρου τοῦ -ούτικος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτικος. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 41 (1929) 25.

Σημασιολογία

Τοιοῦτος ἔνθ’ ἀν.: Ἀέκος εἶσαι Οἰν. Ἀέκον λόγος λέχκεται; (τοιοῦτος λόγος λέγεται;) αὐτόθ. Ἀίκος κιˬ ἀίκος ἄθρωπος ἔρθεν αὐτόθ. Ἀίκα λόγιˬα Τραπ. Χαλδ. Ἀίκα κιˬ ἀίκα εἶπαν Τραπ. Καὶ ἕνα δύο ἄλλα ἀίκα ἅμον τὸ εἶπεν, ὕστερα ἐσκάλωσε νὰ φουρκίζ’ καὶ τρώῃ ἀτα (ἀφοῦ εἶπε καὶ ἕνα δύο ἄλλα τοιαῦτα, ὕστερον ἤρχισε νὰ τὰ πνίγῃ καὶ νὰ τὰ τρώγῃ. Ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. || Φρ. Ἀίτικα τ’ ἀίτικα, τερὰ μάννα (ὡς κατακλεὶς λόγου. Συνών. φρ. αὐτὰ ποῦ λές, φίλε μου) Ὄφ. || Παροιμ. φρ. Ἀίτικα χαβάλ, χαψία μὲ τὰ τιφάλ (τοιαῦται ὑποδέσεις τοιαῦτα ἀποτελέσματα ἔχουν) αὐτόθ. Τ᾿ ἀίκα ἀίκα ἔχ’νε (ἐπὶ τῶν φυσικῶν ἐπακολουθημάτων κακῶν πράξεων) Χαλδ. ’Σ ἀίτικο χαλκὸ ἀίτικα λάχανα ψήντανε (εἰς τοιαύτην χύτραν τοιαῦτα λάχανα ψήνονται. Ἕκαστος κατὰ τὴν ἀξίαν του τυγχάνει τῶν τιμῶν) Ὄφ. || ᾎσμ. Ἐμὲν ᾿ς ἐσὲν πο͜ιὸς ἔστειλεν ἀίκα ᾿κ᾿ ἐθυμέθεν, μόνον ἐμέναν εἶπε με τὴν ᾿ήν ἀτ’ ἔπαρ᾿ κ᾽ ἔλα Κερασ. Ἀλί ἐμέν, μαννίτσα μου, ἄλλο ᾿κ᾿ εἴδα ἀίκον, τὸ κρεββατόπο μ᾽ εὔκαιρον, τὸ μαξιλλάρ’ καρίπ’κον (καρίπ’κον = ἔρημον) Χαλδ. Συνών. τέτο͜ιος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/