αἴτιον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἴτιον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αἴτιον τό, λόγ. κοιν. αἴτιο κοιν. αἴτιου βόρ. ἰδιώμ. αἴτιος Ἰων (Σμύρν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἴτιον.

Σημασιολογία

1) Αἰτία, ἀφορμὴ λόγ. κοιν.: Ἐγίνης τὸ αἴτιον τσαὶ ἐζήμιωσα Κύπρ. Γιˬατί κλαίτε; τί ’ναι τὸ αἴτιος; Σμύρν. 2) Νόσος ἐπιδημική, ἰδίᾳ ἡ γρίππη ἢ καταρροή τις Κύπρ.: Ἔπκιˬασέν με τὸ αἴτιον. Ἄλλαξεν ἡ φωνή σου ταὶ ᾿εν-νὰ σὲ πκιˬάσῃ τὸ αἴτιον. 3) Εἶδος ἐξανθήματος κατὰ τὸ πρόσωπον καὶ ἀλλαχοῦ τῆς κεφαλῆς τῶν βρεφῶν, εἶδος ἕρπητος Θρᾴκ. (Μάδυτ) Ἡ σημασία πιθανῶς παλαιά. Πβ. Ἐπιστολ. Σωκρ 7,14 «τὸ συνεστηκὸς αἴτιον» morbus grassans. Ἰδ καὶ Θησαυρ. ἐν λ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/