αἰχμαλωτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰχμαλωτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αἰχμαλωτίζω λογ κοιν. ἀγμαλουτίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. αἰχμαλωτίζω.

Σημασιολογία

1) Συλλαμβάνω τινὰ αἰχμάλωτον, ζωγρῶ λόγ. κοιν.: Τὸν αἰχμαλωτίσανε ᾽ς τὸν πόλεμο σύνηθ. Αἰχμαλωτίστηκε ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος σύνηθ. || ᾎσμ. Ὅλοι ἐξεμεθύσανε | καὶ ’ς τὴ φυγὴ τὸ βάλανε, πολλοὶ αἰχμαλωτίστησα Μάν. 2) Οἰκειοποιοῦμαι, ἁρπάζω Λυκ. (Λιβύσσ): Κ’ ἠγύριβγὰσιν ἀφουρμὴν μὶ τοὺ παραμικρὸν αἴτιουν νὰ χαλάσουν τοὺς ραγιˬάδους κὶ ν’ ἀγμαλουτίσουν τὰ πράματά τουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/