αἰῶνας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰῶνας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

αἰῶνας ὁ, κοιν. ἀνα͜ιῶνας Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὰρχ. οὑσ. αἰών. Διὰ τὸν τοῦ ἀνα͜ιῶνας πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,411 καὶ 491.

Σημασιολογία

1) Ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς πολλαχ.: Αὐτὸ ποῦ λές τώρα ἐγὼ οὔτε τὸ εἶδα οὔτε τὸ ἄκουσα εἰς τὸν αἰῶνα μου Κεφαλλ. κ.ἀ. Ἔτσι ἄδρωπον ᾽ὲν εἶδα ’ς τὸν αἰῶνα μου Κύπρ. || ᾌσμ. Πὲ το πουλλί μ᾿, ἂν ἀγαπᾷς, τὸ νοῦ μου νὰ φυλάξω καὶ ’ς τὸν αἰῶνα μου ποτὲ ἀλλοῦ νὰ μὴν κοιτάξω Ἰων. (Κρήν.) Ποῦ νά βρῶ μίαν κόλλαν χαρτὶν νὰ γράψω μίαν εἰκόναν νὰ ύβκω νὰ τὴν προσκυνῶ οὕλ-λον ζωήν, αἰῶναν Κύπρ. Ἤδη παρ᾿ Ὁμ. Ρ 302 «μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο». Πβ. ζωή. 2) Ἀορίστως, πολὺς χρόνος κοιν.: Ἕναν αἰῶνα θέλει νὰ κάμῃ μιˬὰ δουλε͜ιὰ κοιν. Ἄ dὸ στοχάζουμου bῶς εἷναι κακό, ποτὲς εἰς τὸν αἰῶνα δὲ dό’κανα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Φρ. ’Σ τὸν αἰῶνα (οὐδέποτε) πολλαχ. || ᾎσμ. Ὅπου σὲ πάρῃ δὲ γερνᾷ ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα Νίσυρ. 3) Χρονικὴ περίοδος, ἐποχή : Τι' ἔχομε νὰ ἰδοῦμε ’ς τὸν αἰῶνα μας! ᾿Ὅλα ἀκρίβυναν, γιˬατὶ ζοῦμε σὲ κακὸν αἰῶνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/