ἀκαβαλλίκευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαβαλλίκευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαβαλλίκευτος ἐπίθ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καβαλλικευτὸς < καβαλλικεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἵππευσέ τις, ἐπὶ ἵππου, ἡμιόνου καὶ ὄνου : Ἄλογο - μουλάρι ἀκαβαλλίκευτο κοιν. Πβ. ἀκαβάλλητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/