ἀκαθάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαθάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀκαθάριστος κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀκαθάριγος Κεφαλλ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀκαθάρ’γους Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀκαθάριχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀκαθέριστος Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Δαρδαν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Σύμ. κ.ἀ. ἀκαθέριγος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Τρίκκ.) κ.ἀ. ἀκαθέρ’τος Πελοπν.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκαθάριστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς διὰ πλύσεως, διὰ τριβῆς, διὰ σαρώσεως κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀκαθάριστο νύχι – πάτωμα –πιάττο – ποτήρι – σπίτι - χέρι κττ. Ἀκαθάριστη ἀποθήκη - μύτι κττ. κοιν. Συνών. ἀπάστρευτος. β) Ὁ μὴ ἀπαλλαχθεὶς τῶν ἀπορριμμάτων ἢ ξένων οὐσιῶν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Ἀκαθάριστο κριθάρι - σιτάρι –σουσάμι (δηλ. ἀπὸ τῶν λιθαρίων, ἐπιβλαβῶν σπορίων, ἀχύρων κττ.). Ἀκαθάριστο βούτυρο (τὸ μὴ ἀπαλλαχθὲν τῶν τυρωδῶν οὐσιῶν) κοιν. Ἀκαθέριγο χωράφι (τὸ μὴ ἀπαλλαχθὲν τῶν ζιζανίων) Κόρινθ. γ) Ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν καθόλου, ὁ μὴ ἀπαλλαχθεὶς τῶν περιττῶν ἢ ἐπιβλαβῶν βλαστῶν, τῶν ξηρῶν κλάδων κοιν.: Ἀκαθάριστο ἀμπέλι. Ἀκαθάριστες ἐλα͜ιές. δ) Ἐπὶ ὀπωρῶν, ᾠῶν κττ., ὁ μὴ ἀπαλλαχθεὶς τοῦ φλοιοῦ, ἀλέπιστος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀκαθάριγα μῆλα Ὄφ. || Γνωμ. Φάε ἀπίδι ἀκαθέρ’το καὶ μῆλο καθερμένο (ὅτι ὁ φλοιὸς τοῦ ἀπιδίου εἶναι εὔκολος εἰς τὴν πέψιν, τοὐναντίον δὲ τοῦ μήλου) Πελοπν. Συνών. ἀγλούπιστος 1, ἄγλυφτος 1, ἀξεφλούδιστος. 2) Ὁ μὴ καταστὰς διαυγὴς, θολὸς πολλαχ. Ἀκαθάριστο λάδι - νερό. 3) Ὁ μὴ διὰ καθαρσίου διαχωρηθεὶς πολλαχ. 4) Ἐπὶ γυναικός, ἡ μήπω ἀπαλλαγεῖσα τῆς ἐμμήνου ροῆς σύνηθ: Εἶναι ἀκόμη ἀκαθάριστη. Πβ. ἀκάθερος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/