ἀκάθαρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκάθαρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκάθαρτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀκάθαρτε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκάθαρτος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ καθάρειος, ρυπαρός, πινώδης κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων. : Ἀκάθαρτο ζῷο – παιδὶ -σπίτι - φόρεμα κττ. β) Ἐπὶ ἐδεσμάτων, ποτῶν κττ., μεμολυσμένος καὶ ὡς ἐκ τούτου ἄβρωτος, ἄποτος κοιν. Ἀκάθαρτα ζῷα (τῶν ὁποίων αἱ σάρκες δὲν εἶναι ἐδώδιμοι, ὡς αἱ μυῖαι, τὰ ἑρπετὰ κττ.) 2) Ἐπὶ γυναικός, ἡ μήπω ἀπαλλαγεῖσα τῆς ἐμμήνου ροῆς Ζάκ. Ἡ λ. παρὰ μεταγν. σημαίνει τὴν πάσχουσαν ἀμηνόρροιαν. Πβ. Λουκιαν. Λεξιφ. 19 «χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτῃ νοσεῖν ὅτι μὴ ρεῖ». Β) Μεταφ. 1) Ὁ μὴ καθαρὸς τὴν ψυχήν, πανοῦργος, πονηρός, δόλιος Εὔβ. Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ: Φρ. Σπανὸς κιˬ ἀκάθαρτος (ὕβρις τοῦ σπανοῦ) Εὔβ. Πελοπν. κ.ἀ. Εἶναι πονηρὸ κιˬ ἀκάθαρτο (ἐνν. πνεῦμα. Προσηγορία παντὸς πονηροῦ. Πβ. τὸ ἐκκλησιαστικὸν «ἀκάθαρτον πνεῦμα» ὅθεν ἡ φρ.) Κεφαλλ. β) Διάβολος Κεφαλλ. 2) Ὁ μὴ καθαρθεὶς διὰ τοῦ βαπτίσματος, ἀβάπτιστος, καὶ ὡς τοιοῦτοι θεωροῦνται κατ᾿ ἐξοχὴν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Μωαμεθανοὶ Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) 3) Ἐπιρρεπὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/